- κομμοῦν
- κομμόωbeautifypres part act masc voc sgκομμόωbeautifypres part act neut nom/voc/acc sgκομμόωbeautifypres inf act (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κομμούνι — το (υβριστικά) κομμουνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κομμουν τού κομμουν ιστής + υποκορ. κατάλ. ι (με μειωτική σημ.) Για την ορθογραφία βλ. λ. κομμούνα] … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
κοινωνισμός — ο παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε αντί τού όρου σοσιαλισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κοινων ισμός (αντί τού ορθτ. *κοινωνικ ισμός ως απόδοση τού γαλλ. social isme) < θ. κοινων τού κοινων ικός + κατάλ. ισμός (πρβλ. εθνικ ισμός, κομμουν ισμός). Η λ.… … Dictionary of Greek